Το
φτωχό παιδί ζούσε σε μία αγροτική οικογένεια σε έναν λασπωμένο κάμπο. Με το
χάραμα ξύπνημα, δουλειά με τα ζώα, δουλειά στα χωράφια, δουλειά στα δέντρα. Και
το ψωμί λιγοστό, ίσα-ίσα για να βγάλουν το χειμώνα. Δεν είναι ότι δεν
συμπαθούσε τη Φύση, ήταν ότι ήταν συνεχώς δυστυχισμένο και κάτι ώρες – ώρες το
έπνιγε το παράπονο: «Μα γιατί πρέπει να κάνω αυτό που κάνω κάθε μέρα, που δεν
μου αρέσει, γιατί να είναι έτσι η ζωή μου;»