Δευτέρα 11 Απριλίου 2016

ΙΒΑΝ






Ο Ιβάν, ένας από τους μεγαλύτερους εμπόρους μιας ρώσικης κωμόπολης, με μεγάλη του χαρά είδε μία σκυλίτσα να έχει κουλουριαστεί το πρωί στο παχύ χαλί της εισόδου του. Σιγά σιγά τη πλησίασε και μόλις έφτασε σε απόσταση … βολής της έδωσε μια κλωτσιά με όλη του τη δύναμη! Η σκυλίτσα ουρλιάζοντας σπαρακτικά απομακρύνθηκε κουτσαίνοντας. Οι γείτονες βγήκαν στις πόρτες τους. Οι περισσότεροι χάζευαν με αδιαφορία το θέαμα, άλλοι θα ήθελαν κάτι να πουν αλλά προτιμήσανε τη σιωπή.

Η γειτόνισσα του η Λούσκα πονούσε όμως τα ζώα, και δεν άντεξε να μη του μιλήσει:
- «Αμάν Ιβάν, πως μπορείς και χτυπάς το καημένο το ζώο; Τι σου ‘φταιξε;»

- «Έτσι γουστάρω και το βαράω, τι ξαπλώνει στο χαλί μου; Θα μου το λερώσει, θα μου το γεμίσει ψύλλους και αρρώστιες… Ου να χαθεί το κοπρόσκυλο…..»

«Τι κακόψυχος άνθρωπος, αξίζει μόνο τη περιφρόνηση μου» σκέφτηκε η Λούσκα, δεν του είπε τίποτα, απλά του γύρισε τη πλάτη.

Ο Ιβάν, έτσι μεγαλόσωμος και καλοστεκούμενος που ήταν δεν του πήγαινες εύκολα κόντρα. Ήταν από τους παλιούς εμπόρους, από μεγάλη οικογένεια, με επιρροή. Ο Ιβάν ένας άνθρωπος που έκανε τα πάντα για το κέρδος: Γλοιώδης με τους δυνατούς, σκληρός με τους αδύνατους, πίστευε ότι είχε σοφία στο να γκρινιάζει για ότι γίνεται και δεν του άρεσε. Όλοι οι άλλοι ήταν λάθος, μόνο αυτός ήταν ο σωστός. Δεν πίστευε στο Θεό, πήγαινε καμιά φορά εκκλησία για κοινωνικούς λόγους, θεός του ήταν το χρήμα και το συμφέρον.

Ο Ιβάν τα είχε με το Δήμο και την Αστυνομία… Τους θεωρούσε άχρηστους στο να επιληφθούν των βασικών θεμάτων της πόλης… σκεφτόταν ότι με τη δική τους αμέλεια στο να καθαρίζουν τα αδέσποτα, ζημιωνόταν αυτός ο ίδιος: Πως θα έρθει ένας επισκέπτης, ένας πελάτης του, όταν κυκλοφορούν στο δρόμο τόσα αδέσποτα, μάλιστα και πολλά οικόσιτα χαλάγανε τη καλή και περιποιημένη εικόνα της πόλης που φανταζόταν. Και έτσι αποφάσισε να πάρει το νόμο στα χέρια του, αυτός θα καθάριζε τη πόλη από αυτά τα ενοχλητικά πλάσματα.

Εδώ και καιρό έκανε βόλτες στη πόλη, στάμπαρε που συχνάζουν τα ενοχλητικά τετράποδα και …. οργάνωνε την επιχείρηση…. Αγόρασε κιμά και δηλητήριο, τα έπλασε μαζί και έκανε … τους κεφτέδες του θανάτου. Απόψε τη νύχτα βόλευε να το κάνει… η νύχτα δεν θα είχε φεγγάρι. Ένιωθε μία ηδονή που θα μοίραζε το θάνατο απόψε, ανάμικτη με μία υπερηφάνεια, αυτός και μόνο αυτός θα καθάριζε τη πόλη….

Αργά τη νύχτα, μετά τις δύο ξεκίνησε με το θανατερό φορτίο του, η σκυλίτσα δεν τολμούσε πια να ξαπλώνει μπροστά στη πόρτα του, αλλά πήγαινε στη πόρτα της Λούσκας, και ας μην είχε κανένα χαλί…. Πως καταλαβαίνουν τα ζώα τους ανθρώπους…. Ο Ιβάν έβγαλε τον πρώτο του κεφτέ για τη σκυλίτσα, αυτή όμως με το που τον είδε πήρε δρόμο τρέχοντας…. «Δεν πειράζει θα της αφήσω το κεφτέ για να τον φάει, ή μάλλον ακόμα καλύτερα θα της το αφήσω τελευταίο» σκέφτηκε χαιρέκακα.

Όσο ο Ιβάν έκανε τις βόλτες του εκείνη τη νύχτα, δύο κλέφτες κατασκόπευαν δύο υποψήφια σπίτια για …. επίσκεψη. «Πάμε στο δεξιό», είπε ο πρώτος, «Μπα δεν βλέπεις που είναι ένα σκυλάκι ξαπλωμένο στην είσοδο; Μπορεί να αρχίσει τα γαυγίσματα, ας πάμε στο άλλο σπίτι, αριστερά, αυτό με το παχύ χαλί στην είσοδο….»

Ο Ιβάν λίγο πριν το ξημέρωμα επέστρεφε στο σπίτι του…. Λίγο πριν ρίξει το τελευταίο του κεφτέ στη σκυλίτσα, πρόσεξε ότι η πόρτα του σπιτιού του ήταν ανοικτή. Δεν θυμόταν όμως να άφηνε ποτέ τη πόρτα του ανοιχτή, πάντα την διπλοκλείδωνε, αναστατωμένος μπήκε μέσα…. όλα ήταν ψαγμένα, ανάκατα, σωρούς τα πράγματα του στο πάτωμα…. Με αγωνία πήγε στη κρυψώνα του κάτω από το κρεβάτι του… Το κρεβάτι του χίλια κομμάτια, τα σανίδια ολόγυρα, το στρώμα είχε γίνει φύλλο και φτερό και η κρυψώνα του συλημένη, άδεια, εκεί που είχε όλο του το χρυσό, τώρα υπήρχε μόνο μία τρύπα στο ξύλινο πάτωμα…

Ο Ιβάν άρχισε να κλαίει γοερά… οι οικονομίες του μιας ζωής είχαν κάνει φτερά…

«Τρεχάτε γειτόνοι, με λήστεψαν, μου πήραν το χρυσάφι μου… τα πάντα όλα!»

Οι γείτονες βγήκαν στις πόρτες τους. Οι περισσότεροι χάζευαν με αδιαφορία το θέαμα, άλλοι λέγανε κάτι που πίστευαν παρήγορο ο καθένας: «Τι ατυχία να έρθουν σε εσένα», «θα τους βρει η αστυνομία», «θα σε βοηθήσει ο Δήμος, οι φιλάνθρωποι».

«Σκάστε βλάκες» είπε έξαλλος ο Ιβάν, «μη στέκεστε, κάντε κάτι ανίκανοι να ξαναβρώ το χρυσάφι μου!»

Σαν τελευταία του κίνηση κοίταξε προς τα πάνω: «Γιατί Θεέ μου σε εμένα αυτό το κακό, γιατί αυτή η σκληρότητα σε μένα;»   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου